- φιλοφάρμακον
- φιλοφάρμακοςfond of drugsmasc/fem acc sgφιλοφάρμακοςfond of drugsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοφάρμακος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παίρνει φάρμακα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοφάρμακον η συνήθεια τής λήψης φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φάρμακον (πρβλ. εὐ φάρμακος)] … Dictionary of Greek